- Δυναμένα
- Δυναμένᾱ , Δυναμένηfem nom/voc/acc dualΔυναμένᾱ , Δυναμένηfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυναμένα — δυναμένᾱ , δύναμαι to be able pres part mp fem nom/voc/acc dual δυναμένᾱ , δύναμαι to be able pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμενα — δύναμαι to be able pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δυναμένας — Δυναμένᾱς , Δυναμένη fem acc pl Δυναμένᾱς , Δυναμένη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμένας — δυναμένᾱς , δύναμαι to be able pres part mp fem acc pl δυναμένᾱς , δύναμαι to be able pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμέναι — δυναμένᾱͅ , δύναμαι to be able pres part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσωρος — μέσωρος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ τής παιδικής και τής ανδρικής ηλικίας, νεανίας, έφηβος 2. αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αυτήν την ενδιάμεση ηλικία («μέσωρα ὅπλα τὰ καὶ τοῑς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα», Πολυδ.).… … Dictionary of Greek
μηδέποτε — (ΑΜ μηδέποτε και μηδέ ποτε, Α δωρ. τ. μηδέποκα, Μ και μηδεποτέ) επίρρ. ποτέ μέχρι τώρα, καμιά φορά, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς έπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῑν δυνάμενα», ΚΔ) νεοελλ. μσν. κι ούτε ποτέ, και ποτέ… … Dictionary of Greek
σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… … Dictionary of Greek
συγκτίζω — Α [κτίζω] 1. κτίζω ή ιδρύω από κοινού με άλλον πόλη ή αποικία 2. (γενικά) κτίζω, ιδρύω («χωρίον συνέκτισε Γάβα καλούμενον», Ιώσ.) 3. παθ. συγκτίζομαι α) δημιουργούμαι μαζί με άλλον β) καλλιεργούμαι («χωρία καλῶς γεωργεῑσθαι δυνάμενα καὶ αὐλῶνες… … Dictionary of Greek
ψυχαγωγία — (I) η, ΝΜΑ τέρψη τής ψυχής και τού πνεύματος, αναψυχή (α. «μέσο ψυχαγωγίας» β. «πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα», Λουκιαν.) νεοελλ. μσν. (σε λόγια κείμενα) είδος ερμηνείας τών αρχαίων λέξεων με την παράθεση συνωνύμων ή άλλων λέξεων … Dictionary of Greek